- σπληνίσκος
- σπληνίσκοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπληνίσκος — ὁ, Α μικρός επίδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός + κατάλ. ίσκος (πρβλ. τροχ ίσκος)] … Dictionary of Greek
σπληνίσκους — σπληνίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπληνίσκον — τὸ, Α [σπλήν, ηνός] ο σπληνίσκος* … Dictionary of Greek
σπληνίσκον — neut nom/voc/acc sg σπληνίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπληνίσκου — σπληνίσκον neut gen sg σπληνίσκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπληνίσκῳ — σπληνίσκον neut dat sg σπληνίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)